συλλογισμός

συλλογισμός
συλλογ-ισμός, ,
A computation, calculation, κατὰ τοὺς τῶν πατέρων ς. according to the (military) ratings of their fathers, D.S.17.94; κατὰ τὸν σ. τοῦ κοινοῦ πολέμου ἔχειν τὰ κτήματα shall have the property according to the assessment of . . , SIG364.38 (Ephesus, iii B.C.).
2 generally, ratiocination, reasoning, Hp.Decent.11, Pl.Tht.186d, Arist.PA656a27, etc.
3 plan, scheme,

συνελογίσατο . . συλλογισμὸν Ἰβηρικὸν καὶ βαρβαρικόν Plb.3.98.3

; οὐ τῇ τύχῃ πιστεύων ἀλλὰ τοῖς ς. Id.10.7.3.
II putting together of observed facts, Pl.Cra.412a;

σ. ἐστιν ὅτι τοῦτο ἐκεῖνο Arist.Rh.1371b9

: generally, inference, Phld.Sign.14, al.
2 in the Logic of Arist., a syllogism or deductive argument, defined provisionally as an argument in which, certain things being posited, something different from them necessarily follows, APr.24b18, cf. 47a34, al.; of several kinds, e.g. ὁ ἀποδεικτικὸς ς. APo.74b11; διαλεκτικὸς ς. Top.100a22; ἐριστικὸς ς. ib.b24; sts. opposed to ἐπαγωγή (q.v.); ὁ ἐξ ἐπαγωγῆς ς. the syllogism which springs out of induction, APr.68b15;

τὸ ἐνθύμημα σ. τις Rh.1355a8

.
III Rhet., inference from written to unwritten law, Hermog.Stat.2, al. (cf. Syrian.in Hermog.2.198 R., al.): pl., ib.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συλλογισμός — computation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — ο 1. ορισμένο είδος λογικής διεργασίας κατά το οποίο από δύο προκείμενες συνάγεται ένα συμπέρασμα κατά λογική ακολουθία: Τρεις είναι οι όροι του συλλογισμού: το υποκείμενο, το κατηγόρημα και ο μέσος όρος. 2. συλλογή, επίμονη σκέψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλογισμοῖς — συλλογισμός computation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμοί — συλλογισμός computation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμοῦ — συλλογισμός computation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμούς — συλλογισμός computation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμέ — συλλογισμός computation masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῶ — συλλογισμός computation masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῶν — συλλογισμός computation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῷ — συλλογισμός computation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”